άλυχνος

άλυχνος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δεν έχει λυχνάρι, άφωτος, πολύ φτωχός: Άλυχνοι ζούμε οι φτωχοί για να 'χουν φως οι πλούσιοι (παροιμ. φρ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄλυχνος — without lamp masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλυχνος — η, ο (Α ἄλυχνος, ον) [λύχνος] αυτός που δεν έχει λύχνο ή φως, αφώτιστος νεοελλ. ο υπερβολικά φτωχός, πάμφτωχος …   Dictionary of Greek

  • ἄλυχνον — ἄλυχνος without lamp masc/fem acc sg ἄλυχνος without lamp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”